- αξημέρωτος
- -η, -ο1. αυτός που δεν τον βρήκε το ξημέρωμα, η αυγή2. φρ. «αξημέρωτη νύχτα» (υπερβολή)αυτή που έχει μεγάλη διάρκεια ή που φαίνεται μεγάλη λόγω αϋπνίας ή κακής ψυχολογικής κατάστασης ή αδημονίας για κάτι που επιφυλάσσει η επόμενη μέρα3. (σε κατάρα) αυτός που μακάρι να μήν ξημερωθεί, να μην προλάβει να δει το φως της ημέρας.
Dictionary of Greek. 2013.