αξημέρωτος

αξημέρωτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν τον βρήκε το ξημέρωμα, η αυγή
2. φρ. «αξημέρωτη νύχτα» (υπερβολή)
αυτή που έχει μεγάλη διάρκεια ή που φαίνεται μεγάλη λόγω αϋπνίας ή κακής ψυχολογικής κατάστασης ή αδημονίας για κάτι που επιφυλάσσει η επόμενη μέρα
3. (σε κατάρα) αυτός που μακάρι να μήν ξημερωθεί, να μην προλάβει να δει το φως της ημέρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αξημέρωτος — η, ο επίρρ. α 1. (για τη νύχτα), εκείνη που δεν ξημερώνει: Μέσα στη θλίψη μας η νύχτα εκείνη μας φάνηκε αξημέρωτη. 2. (για κατάρα), εκείνος τον οποίο καταριέται κάποιος να μην τον βρει ζωντανό η άλλη μέρα: Αξημέρωτος να σαι, παλιάνθρωπε. 3. αυτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”